- πολυαυλαξ
- πολυαῦλαξπολυ-αῦλαξ-ᾰκος adj. с многочисленными бороздами
(πεδίον Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πεδίον Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολυαύλαξ — ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια 2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὖλαξ, ακος (πρβλ. ολιγ αύλαξ)] … Dictionary of Greek
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
πολυαύλακα — πολυαύ̱λακα , πολυαῦλαξ with many furrows masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαύλακος — πολυαύ̱λακος , πολυαῦλαξ with many furrows masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)